ἀμπέλινα

ἀμπέλινα
ἀμπέλινος
grape
neut nom/voc/acc pl
ἀμπέλινος
grape
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμπελίνα — η [αμπέλινος] η αγράμπελη* …   Dictionary of Greek

  • αγράμπελη — Κοινή ονομασία φυτών του γένους κληματίδα της οικογένειας ρανουγκουλιδών ή βατραχιδών. Αριθμεί 160 είδη, αειθαλή και φυλλοβόλα, αναρριχώμενα, που απαντώνται σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα αυτοφύονται 7 είδη, από τα οποία δύο (κληματίδα η… …   Dictionary of Greek

  • αμπέλινος — η, ο (Α ἀμπέλινος, ίνη, ινον) 1. αυτός που ανήκει στο αμπέλι ή προέρχεται από αυτό 2. οινοπότης, μέθυσος «γραῡς ἀμπελίνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίνα] …   Dictionary of Greek

  • τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”